Έχουμε αναφερθεί πολλές φορές ότι οι αυξομειώσεις των φορολογικών συντελεστών, είτε αφορούν άμεσους είτε έμμεσους φόρους, θα πρέπει να γίνονται με μεγάλη προσοχή. Η απλοϊκή προσέγγιση είναι μεγαλύτερη φορολογία – περισσότεροι φόροι. Η αλήθεια όμως είναι τελείως διαφορετική.
Στην άμεση φορολογία όπου η αύξηση των φορολογικών συντελεστών επιφέρουν δυνητικά αύξηση των φορολογικών εσόδων, οι ασκούντες την οικονομική πολιτική είναι πολύ προσεχτικοί, επειδή οι όποιες φορολογικές αποδόσεις θα φανούν συνήθως το επόμενο φορολογικό έτος και συνεπώς μπορεί να δημιουργηθεί πολιτικό ζήτημα χωρίς κανένα άμεσο όφελος. Στην προκειμένη περίπτωση κυρίαρχη θέση έχει η γενική θεωρεία του Arthur Laffer και της περίφημης καμπύλης του, όπου αν ο συντελεστής άμεσης φορολογίας ξεπεράσει κάποιο ανεκτό επίπεδο, οι φορολογούμενοι είτε θα καταφύγουν στην φοροδιαφυγή, είτε θα πάψουν να εργάζονται, επειδή η ανταποδοτικότητα θα είναι ελάχιστη.
Στην έμμεση φορολογία, επειδή η φορολογική απόδοση είναι άμεση, η εκάστοτε Κυβέρνηση προσπαθεί να καλύψει έκτακτες συνήθως ανάγκες χρηματοδότησης με την αύξηση συντελεστών ή την επιβολή μεγαλύτερων ειδικών φόρων κατανάλωσης. Η λογική είναι απλή και τα αγαθά στα οποία επιβάλλεται επί πλέον φορολογία είναι αυτά που προκαλούν κάποιο είδος εξάρτησης στους καταναλωτές, μικρότερη ή μεγαλύτερη και ειδικά ο καπνός, το αλκοόλ και ο τζόγος.
Εδώ ακριβώς μπαίνει η θεωρία της ελαστικότητας της ζητήσεως και συνεπώς της φορολογικής απόδοσης ενός αγαθού μετά από μία αύξηση στην τιμή του, που σε περίπτωση ελαστικότητας μεγαλύτερης της μονάδας, το αγαθό θεωρείται ανελαστικό ως προς την τιμή και συνεπώς δεν μειώνεται η κατανάλωση και άρα αυξάνουν τα φορολογικά έσοδα για την Κυβέρνηση. Δυστυχώς όμως η ελαστικότητα ως προς τη ζήτηση που εμφανίζει ένα αγαθό είναι μεταβαλλόμενη και εξαρτάται από κάποιο διαφορικό κατώφλι τιμής το οποίο όταν ξεπεραστεί, ο καταναλωτής μειώνει την κατανάλωσή του με ταχείς ρυθμούς, καταναλώνει υποκατάστατα (substitutes) ή, στη χειρότερη περίπτωση, σταματά τελείως την κατανάλωση του συγκεκριμένου αγαθού. Απλό παράδειγμα κάποιας οικογένειας που διαθέτει δύο αυτοκίνητα και ο σύζυγος και η σύζυγος εξυπηρετούνται ο καθένας ανεξάρτητα, όσον αφορά τον τόπο εργασίας τους. Σε μια υπέρμετρη αύξηση των καυσίμων, στην αρχή η οικογένεια θα μειώσει τις «μη αναγκαίες» μετακινήσεις, μετά πιθανώς για κάποιες μετακινήσεις θα χρησιμοποιεί τα μέσα μαζικής συγκοινωνίας και τέλος, αν δεν μπορεί να αντέξει την αύξηση, θα χρησιμοποιεί μόνο το ένα αυτοκίνητο, με τον ένα εκ των συζύγων να κάνει τη γνωστή «διανομή». Τι έχει συμβεί; Ενώ η ελαστικότητα της ζήτησης των καυσίμων για την οικογένεια ήταν πάνω από την μονάδα (ανελαστική), από ένα σημείο και μετά μετατράπηκε σε πλήρως ελαστική (μικρότερη της μονάδας), με συνέπεια τελικά την ελάχιστη κατανάλωση καυσίμων και μικρότερη συνεισφορά στα Δημόσια έσοδα.
Η Κυβέρνηση, πιστή στην αντίστοιχη πρακτική, επέβαλε υπερβάλλουσα φορολογία στον καπνό (τσιγάρα, πούρα, καπνός κομμένος κλπ.), στο οινόπνευμα (τσίπουρο και κρασί), στον τζόγο και όπου αλλού μπορούσε. Όπως προαναφέραμε, τα συγκεκριμένα αγαθά προκαλούν σε ένα βαθμό εθισμό, συνεπώς ο καταναλωτής είτε πρέπει να μειώσει την κατανάλωση άλλων βασικών προϊόντων (διατροφή, ένδυση), είτε να μειώσει την κατανάλωση των εθιστικών προϊόντων, κάτι που συνήθως σε ακραίες μορφές είναι αδύνατο, είτε να στραφεί σε παράνομα ομοειδή προϊόντα, είτε σε υποκατάστατα.
Τα παράνομα τσιγάρα και το εμπόριο του λαθραίου καπνού κοστίζει στο Ελληνικό Δημόσιο σημαντικά έσοδα κάθε χρόνο που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να πληρωθούν συντάξεις, μισθοί και κοινωνικά επιδόματα. Μόλις 15 λεπτά μακριά απ’ το Ελληνικό Κοινοβούλιο, τα λαθραία τσιγάρα πωλούνται προς 12 ευρώ η κούτα σε δρόμους όπως η Στουρνάρη, κοντά στην πλατεία Ομονοίας, όπου οι μετανάστες αναζητούν δουλειά. Κάποιοι τοπικοί καλλιεργητές καπνού πωλούν χύμα αφορολόγητα φύλλα καπνού, απευθείας στους καταναλωτές ακόμη και μέσω διαδικτύου, για 25 ευρώ το κιλό. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Παπαστράτος Α.Β.Ε.Ε., πάνω από 4 δις. παράνομα τσιγάρα πωλούνται στην Ελλάδα κάθε χρόνο. Υπολογίζοντας κανείς τον ειδικό φόρο 85% που επιβάλλεται σήμερα στα πακέτα των 20 τσιγάρων, το Ελληνικό Δημόσιο θα μπορούσε να έχει ετησίως 670 εκατ. ευρώ σε έσοδα μόνο απ’ το φόρο.
Περίπου 24 εκατ. λίτρα αφορολόγητου τσίπουρου καταναλώνονται κάθε χρόνο στην Ελλάδα κάτι που μεταφράζεται για το Δημόσιο σε απώλεια τουλάχιστον 200 εκατ. ευρώ μέσω της φοροδιαφυγής.
Ανάλογη κατάσταση επικρατεί και στα καύσιμα με τον Σύνδεσμο Εταιριών Εμπορίας Πετρελαιοειδών Ελλάδος (ΣΕΕΠΕ) να υπολογίζει ότι η ετήσια ζημιά για το ελληνικό δημόσιο απ’ το λαθρεμπόριο ξεπερνά τα 200 εκατ. ευρώ.
Όσον αφορά το τζόγο, εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες στοιχηματίζουν χρησιμοποιώντας μη εποπτευόμενες και μη πιστοποιημένες εταιρίες, κυρίως μέσω του διαδικτύου.
Ο πιο κάτω πίνακας από το Bloomberg μας δίνει ανάγλυφα την εικόνα του τι συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, όταν το εισόδημα από μισθούς φορολογείται υπέρμετρα και οι καταναλωτές στρέφονται στο παράνομο εμπόριο.
Λίγες ημέρες πριν ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών κ. Αλεξιάδης σε συνέντευξή του δήλωνε πως η Κυβέρνηση πήρε το μάθημά της, όταν μετά από την υπέρμετρη επιβάρυνση της φορολογίας στα καπνικά είδη, είδε τα φορολογικά έσοδα να μειώνονται δραματικά και το παραεμπόριο των συγκεκριμένων ειδών να φουντώνει με συνέπειες όχι μόνο δημοσιονομικές αλλά και πάνω στην υγεία των καταναλωτών. Το ίδιο πιθανολογούμε ότι συμβαίνει και με το τσίπουρο, ένα προϊόν ιδιαίτερα επικίνδυνο όταν παράγεται από «αδαείς μερακλήδες», που μπορεί να επιφέρει μη αναστρέψιμα προβλήματα στην υγεία του καταναλωτή.
Η Κυβέρνηση οφείλει να επιδείξει μεγάλη προσοχή στην οποιαδήποτε αύξηση της φορολόγησης, επειδή αφενός μεν δεν είναι σίγουρο ότι θα ωφεληθεί δημοσιονομικά, αφετέρου δε, οδηγεί το καταναλωτικό κοινό σε ατραπούς (παραεμπόριο και φοροδιαφυγή), που η ίδια θα κληθεί να αντιμετωπίσει.
Source: www.e-forologia.gr